Με τη γυναίκα και μία Ουκρανέζα

Σεπτέμβρης 2004. . . Η γυναικούλα μου η Μαρία, έκλεινε τα 35. . .
Καστανοκοκινομάλλα, όχι πολύ ψηλή, αλλά ερωτική, με καστανοπράσινα μάτια και ωραίες αναλογίες.
Παντρεμένοι τα τελευταία 8 χρόνια από «έρωτα» που λένε. . . Ψαχνόμασταν για κάτι διαφορετικό στο κρεβάτι πια, αλλά δεν υπήρχε το θάρρος να προχωρήσουμε στην υπέρβαση. . .
Μόνο την ώρα που το κάναμε, τα «λέγαμε». . . Πότε «έφερνε» αυτή κάποια γυναίκα «ανάμεσά» μας και πότε εγώ της «έφερνα» κανένα πιτσιρικά, απ αυτούς που της άρεσε να σκέφτεται, αυτούς που μόλις είχαν πάει φαντάροι. . .
Αποφασίσαμε για τα γενέθλιά της, να πεταχτούμε Σαντορίνη για 2ήμερο. . .
Ο καιρός κράταγε καλά. . . Ζέστη και γλύκα στην ατμόσφαιρα. . .
Πήγαμε για μπάνιο στην παραλία με την άγρια ομορφιά. . .
Το κορμάκι της κράταγε καλά ακόμα, προκλητικό για τους γύρω μας κι εγώ «έπαιρνα» δουλειά για το σπίτι, απ τα βλέμματα που καρφωνόντουσαν πάνω στις ρώγες της. . .
Έπιασε κουβέντα με μια κοπελίτσα γύρω στα 19, που καθόταν δίπλα μας, μισόγυμνη, μ ένα εκπληκτικό δροσερό κορμί. . .
Οι καμπύλες της διαγράφονταν με τέτοιο προκλητικό τρόπο, που στον σήκωνε έστω κι αν ήθελες να το παίξεις αδιάφορος. . . .
Μόλις είχε έρθει απ την Ουκρανία, και δούλευε σ ένα απ τα μπαρ της περιοχής. . .
Το μάτι της γυναικούλας μου, δε ξεκόλλαγε από πάνω της!
Πρώτη φορά την έβλεπα έτσι. . . Είχε μια αμηχανία και ταραχή την ώρα που μίλαγε, που, γνωρίζοντάς την τόσα χρόνια, κατάλαβα ότι είχε μουσκέψει. . .
Αποφάσισα να βοηθήσω τη κατάσταση. . . Μπήκα κι εγώ στη συζήτηση, μιλώντας δήθεν αδιάφορα για όλα. . .
Κάποια στιγμή που η Τάνια (έτσι λεγόταν η νέα μας φίλη), αποφάσισε να βουτήξει, πλησίασα τη Μαρία, κι αυτή, χωρίς δεύτερη κουβέντα, με άρπαξε και με ρούφηξε!!
«Την θέλεις μωρό μου;;», ψιθύρισα στ αυτάκι της. . .
«Πεθαίνω!! Δε ξέρω τι μου συμβαίνει» απάντησε λαχανιάζοντας. . .
«Άσε. . . Θα στο κανονίσω εγώ. . . » είπα. . .
Πετάχτηκα δίπλα στη καντίνα κι έφερα ούζα και μεζεδάκι. . .
Η Τάνια κάθισε κοντά μας κι αρχίσαμε να τα πίνουμε. . .
Σε μία ώρα, (είχε πάει 6 τα απόγευμα), και οι δυο τους, ήταν γκολ! (Εγώ κρατιόμουν και δεν πολύ έπινα). . .
«Που μένεις κοπελίτσα μου;» τη ρώτησα. . .
«Με μια συμπατριώτισσα μου» απάντησε με σπαστά Ελληνικά. . .
«Έχουμε ένα μπαλκόνι με υπέροχη θέα στη θάλασσα στο ξενοδοχείο. . . Δεν πάμε ν αράξουμε λιγάκι εκεί και να ρίξουμε κανά υπνάκο, να ξεκουραστούμε και να πας και συ φρέσκια στη δουλειά σου αργότερα;» ρώτησα. . .
Φτάσαμε στο δωμάτιο, και διακριτικά την αφήσαμε να ξαπλώσει πρώτη. . . (Ήταν η πιο ζαλισμένη απ όλους). . .
Την πήρε ο ύπνος σχεδόν αμέσως. . .
Το κωλαράκι της πεταγόταν μπρος στα μάτια μας προκλητικό. . .
Στριφογύρναγε στο κρεβάτι, προσφέροντάς μας υλικό για πήδημα. . .
Πήρα τη Μαρία απέναντί της, την έβαλα να καθίσει, στον καναπέ, της έβγαλα τα λιγοστά της ρούχα, της άνοιξα τα μπούτια διάπλατα και της έχωσα το χέρι της μέσα στο μουνί της. . .
Κάθισα δίπλα της κι αρχίσαμε να παίζουμε μαλακία, κατακαυλωμένοι απ το κορμί της Τάνιας!!
Αποφάσισα, έτσι ζαλισμένη που την είχα μπροστά μου, να της τραβήξω κάτω το σορτσάκι. . .
Με το που το είδε η Μαρία, έχυσε δυο-τρεις φορές με σπασμούς, αφήνοντας τα υγρά της να κυλάνε ανάμεσα στα πόδια της και δαγκώνοντας τα χείλια της. . . Της ξέφευγαν κραυγές, παρ ότι τα δάγκωνε για να μην ουρλιάξει!!
Η Τάνια άνοιξε τα μάτια της και μας είδε. . .
Ήθελα ν ανοίξει η γη να με καταπιεί!! Η Μαρία τράβηξε πάνω της ότι ρούχο βρήκε, για να καλύψει τα μουνί της. . .
Αντί να μας βρίσει η φίλη μας όμως, έσκασε στα γέλια και, προς μεγάλη μας έκπληξη, είπε με ναζιάρα φωνή: «Τη βρήκατε;; Μην ανησυχείτε, μ αρέσουν κάτι τέτοια. . . Νά σας πω. . . Δεν έχω χρόνο τώρα να μείνω πάρα πάνω. . . Δεν έρχεστε το βράδυ απ το μπαρ;;»
Κόκκινοι σα τα παντζάρια, ψελλίσαμε νομίζω κάποιο ναι. . .
Έφυγε κι εμείς ξεσκιστήκαμε, λέγοντας ο ένας στον άλλο, τι θα της κάναμε. . .
Κατά τις 10, πήγαμε εκεί, με τη ντροπή να διαγράφεται καθαρά στο πρόσωπό μας. . .
Η Τάνια, πολύ άνετη, μας έκανε και ηρεμήσαμε. . .
Η Μαρία, προετοιμαζόταν για ότι θ ακολουθούσε τη νύχτα, έχοντας πάρει αγκαλιά για πρώτη φορά στη ζωή της, ένα μπουκάλι ουίσκι, έχοντας συνεχώς το χέρι της, ανάμεσα στα μπούτια της, κάτω απ το τραπέζι. . .
Κάποια στιγμή, η Τάνια σχόλασε και έχοντας πάρει τον έλεγχο της κατάστασης στα χέρια της, (γιατί εμάς μας είχε πιάσει γλωσσοδέτης), μας κάλεσε για ένα τελευταίο ποτό σπίτι της. . .
Τα πόδια μου έτρεμαν μέχρι να φτάσουμε απ την αγωνία. . . Δεν ήξερα πώς να το προτείνω, πώς να το ξεκινήσω, αλλά δε χρειάστηκε. . .
Με το που μπήκε μέσα, πέταξε τα ρούχα της, μένοντας με τα εσώρουχα και ξάπλωσε στο κρεβάτι. «Πάντα κρατάω αναμνηστικά απ τα ταξίδια μου» είπε. . .
«Κώστα, σε παρακαλώ, πάρε τη φωτογραφική μηχανή απ το τραπέζι και βγάλε μας καμιά φωτογραφία εμένα και της Μαρίας», και με τα λόγια αυτά ξάπλωσε και σε δευτερόλεπτα τράβηξε και τη γυναίκα μου δίπλα της, που δεν κατάλαβα για πότε ξάπλωσε. . .
Αγκαλιαστήκανε κι εγώ ήμουνα στο διάστημα!!!
Συνέχισα να τραβάω φωτογραφίες σα τρελός!!
Ευχόμουν να μην είναι όνειρο και ξυπνήσω. . .
Τώρα, είμαι σίγουρος, ότι θα περιμένετε να σας πω, ότι έγινε Ο Χαμός μετά απ, όλα αυτά. . .
Δυστυχώς καλοί μου φίλοι, η Μαρία κώλωσε, και μετά από κάτι παιχνιδιάρικα φιλάκια, σηκώθηκε να φύγουμε, λέγοντάς μου, ότι δεν είναι έτοιμη ακόμα, για να πραγματοποιήσει τις φαντασιώσεις της!!!
Η απογοήτευση ήταν ζωγραφισμένη καθαρά και στο πρόσωπο της Τάνιας, αλλά και στο δικό μου. Η μόνη μου ελπίδα είναι, ότι μας υποσχέθηκε να μας επισκεφτεί στην Αθήνα, αλλά μάλλον σπάστηκε, γιατί ακόμα περιμένουμε.